- σκολίωμα
- -ώματος, τὸ, Α [σκολιῶ]1. κύρτωμα, καμπύλωμα2. (για ποταμό ή δρόμο) καμπή, στροφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκολιώμασι — σκολίωμα bend neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολιώμασιν — σκολίωμα bend neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)